οφθαλμοσκόπιο(ν)

οφθαλμοσκόπιο(ν)
το мед. офтальмоскоп

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "οφθαλμοσκόπιο(ν)" в других словарях:

  • οφθαλμοσκόπιο — το ιατρ. όργανο που χρησιμοποιείται για εξέταση τού βυθού τού οφθαλμού. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. ophtalmoscope (< οφθαλμός + σκόπιο < σκόπος < σκοπώ). Η λ. μαρτυρείται από το 1891 στο Ημερολόγιον Πανελλήνιος Σύντροφος] …   Dictionary of Greek

  • οφθαλμοσκόπιο — το (ιατρ.), όργανο παρατήρησης του εσωτερικού του ματιού …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • -σκόπιο — β συνθετικό ουδέτερων ονομάτων, κυρίως τής Νέας Ελληνικής (ελάχιστα είναι τα ουσ. αυτά στην Αρχαία), τα οποία προέρχονταν αρχικά από τα αντίστοιχα ον. σε σκοπος*. Στη συνέχεια, όμως, το β συνθετικό σκόπιο ανεξαρτητοποιήθηκε και χρησιμοποιήθηκε με …   Dictionary of Greek

  • μάτι — Το αισθητήριο όργανο της όρασης, με το οποίο γίνεται αντιληπτό το φως, το σχήμα και το χρώμα των φωτιζόμενων αντικειμένων. Ο άνθρωπος φέρει δύο οφθαλμικούς βολβούς, οι οποίοι καταλαμβάνουν τις οφθαλμικές κόγχες. Έχουν χαρακτηριστικό σφαιροειδές… …   Dictionary of Greek

  • οφθαλμοσκοπία — η ιατρ. η εξέταση τού βυθού τού οφθαλμού με το οφθαλμοσκόπιο. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. ophtalmoscopie (< οφθαλμός + σκοπία < σκόπος < σκοπώ). Η λ. μαρτυρείται από το 1891 στο Ημερολόγιον Πανελλήνιος Σύντροφος) …   Dictionary of Greek

  • οφθαλμός — Το μάτι (βλ. λ.). (Βοτ.) Στη βοτανική ορολογία, η λέξη ο. χρησιμοποιείται κυρίως στα επιστημονικά συγγράμματα. Πρόκειται για όργανο συνήθως κωνικό, που βρίσκεται στην κορυφή των βλαστών και των κλάδων, καθώς επίσης και στις μασχάλες των φύλλων,… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»